- θριποφάγος
- θρῑπο-φάγος [φᾰ], ον,A eating wood-worms, Arist.HA616b29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek
θριποφάγος — eating wood worms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)